- συνοχμαζω
- συνοχμάζωσυν-οχμάζωсвязывать
(πόδα δεσμῷ Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πόδα δεσμῷ Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνοχμάζω — Α συνδέω, συνάπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀχμάζω «φέρω, κρατώ, συγκρατώ»] … Dictionary of Greek
συνοχμάσας — συνοχμά̱σᾱς , συνοχμάζω bind together fut part act fem acc pl (doric) συνοχμά̱σᾱς , συνοχμάζω bind together fut part act fem gen sg (doric) συνοχμάσᾱς , συνοχμάζω bind together aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)